- Ναχώρ
- Ναχώρ, ὁ indecl. (נָחוֹר) Nahor (Gen 11:22–26; 1 Ch 1:26f; Philo, Congr. Erud. Gr. 43.—In Joseph. Ναχώρης, ου [Ant. 1, 153]), in the genealogy of Jesus Lk 3:34.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
Ναχώρ — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Είναι προπάτορας του Ιησού. Τιμάται την Κυριακή των Προπατόρων … Dictionary of Greek
THARE — fil. Nachor, propter Chaldaeorum idoloatriam, qui tunc ignem praecipue colebant, tum propter obitum filii sui Aran, in Mesopotamiam perrexit, ac in urbe nomine Charan, obiit, A. M. 2114. aetat. 205. Sculptorem eum fuissse, et primum imagines… … Hofmann J. Lexicon universale
Ελώζερ — Όνομα βιβλικών προσώπων. 1. Υπηρέτης του Αβραάμ από τη Δαμασκό, στον οποίο ανατέθηκε να πάει στη Μεσοποταμία για να επιλέξει σύζυγο για τον γιο του Αβραάμ, Ισαάκ. Σύμφωνα με τη Γένεση (κδ’), όταν ο Ε. έφτασε σε ένα πηγάδι κοντά στην πόλη Ναχώρ,… … Dictionary of Greek
Θάρα — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από τη φυλή του Σημ και ήταν πατέρας του Αβραάμ, του Ναχώρ και του Αρράν. Μετοίκησε μαζί με τον Αβραάμ από την Ουρ της Χαλδαίας στη Χαρά της Μεσοποταμίας, όπου πέθανε. Είναι γνωστός κυρίως ως Θ. ο… … Dictionary of Greek